- βουλλωτήρι
- το (Μ βουλλωτήριον)σφραγιδόλιθος1. νεοελλ. μηχάνημα με το οποίο σφραγίζονται φιάλεςμσν.1. σφραγίδα2. πρότυπο για την κοπή νομισμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. βουλλωτήρι < μσν. βουλλωτήριον < μσν. βουλλώνω βλ. λ.].
Dictionary of Greek. 2013.